- υποσπανίζω
- Α [σπανίζω](συν. το παθ.) ὑποσπανίζομαια) έχω έλλειψη («Θεσσαλῶν πόλεις ύπεσπανισμένους βορᾱς», Αισχύλ.)β) (για πράγμα) μένω ελλιπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσπάνισις — ίσεως, ἡ, Μ [ὑποσπανίζω] μικρή, ασήμαντη έλλειψη … Dictionary of Greek